-
1 θράσος
A = θάρσος (q.v.), courage, Il.14.416, A. Pers. 394, E.Med. 469, Ar.Lys. 545 (lyr.); θ. πολέμων courage in war, Pi.P.2.63; θράσει boldly, B.16.63; but more freq. ἰσχύος θ. confidence in strength, S.Ph. 104.II in bad sense, over-boldness, rashness, insolence, ἐς τοῦτο θράσεος (v.l. θάρσεος)ἀνήκει Hdt.7.9
.γ', cf. A.Pr.42, D.21.194, etc.;παμμάχῳ θράσει βρύων A.Ag. 169
(lyr.), cf. Pers. 831;προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους S.Ant. 853
(lyr.);τόλμαις καὶ φρενῶν θράσει Id.Aj.46
;πεπύργωσαι θράσει E.Or. 1568
;πανουργίᾳ τε καὶ θράσει Ar. Eq. 331
, cf. 637;θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος Th.1.120
;τοῦ θράσους ἐπισχεῖν τινα Pl.Hp.Ma. 298a
;τὸ τὴν τοῦ βελτίονος δόξαν μὴ φοβεῖσθαι διὰ θράσος Id.Lg. 701b
; ἀναίδεια καὶ θ. Aeschin.1.189; opp. αἰδώς, Arist.Cael. 291b26;θράσος μὲν γάρ ἐστιν ἄλογος ὁρμή, θάρσος δὲ ἔλλογος ὁρμή Ammon.Diff.p.71
V.; , cf. Eus.Mynd.56, Luc.Musc.Enc.5.—This distn. holds good in [dialect] Att. Prose: θάρσος is not found in Com.; θαρσύνω and θρασύνω are used indifferently; θρασέω and θαρσύς are not found; cf. θρασύς fin., θρασύτης. -
2 κοβᾱλίκευμα
κοβᾱλίκευμα, τό, = κοβαλεία; Ar. ἐν πανουργίᾳ τε καὶ ϑράσει καὶ κοβαλικεύμασι Equ. 332.
См. также в других словарях:
πάρειμι — (I) ΜΑ 1. παρέρχομαι, περνώ από κοντά («ὥσπερ οἱ δειλοὶ κύνες τοὺς μὲν παριόντας διώκοντες καὶ δάκνουσι», Ξεν.) 2. υπερτερώ, ξεπερνώ κάποιον (α. «ἐφάνη ἀνήρ... ὅς σε καὶ πάρεισι... πανουργίᾳ καὶ θράσει» φάνηκε ο άνδρας που θα σέ πάψει και θα σέ… … Dictionary of Greek